- πιρουέτα
- η, Ν(χορογρ.) πλήρης επί τόπου περιστροφή τού χορευτή ή τής χορεύτριας κατά την οποία το σώμα στηρίζεται στο ένα πόδι-άξονα ενώ τα χέρια, το κεφάλι και το άλλο πόδι δίνουν την φορά τής κίνησης.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pirouette].
Dictionary of Greek. 2013.